- ακουαμαρίνα
- Παραλλαγή του ορυκτού βηρυλλίου (βλ. λ.) που χαρακτηρίζεται από υποκύανο έως έντονο γαλάζιο χρώμα, και οφείλεται στην παρουσία οξειδίων του σιδήρου. Είναι από τους ευρύτατα χρησιμοποιούμενους διακοσμητικούς λίθους και απαντάται σε γρανιτικά κοιτάσματα της Βραζιλίας, της Ρωσίας και της Μαδαγασκάρης. Εσφαλμένα η ίδια ονομασία χρησιμοποιείται για τις γαλαζοπράσινες παραλλαγές του κορουνδίου, του τοπαζίου και ζιρκονίου.
Η ακουαμαρίνα, διακοσμητικός λίθος με γαλάζιο χρωματισμό, είναι μια παραλλαγή ορυκτού βηρυλλίου (φωτ. Bevilacqua).
* * *ή ακουαμαρίνης (Ορυκτολ.)ορυκτό με χημικό τύπο Al2Be3 (Si6O18) που είναι ποικιλία τής βηρύλλου* με απαλό γαλάζιο έως γαλαζοπράσινο χρώμα. Αποτελεί ημιπολύτιμο έως πολύτιμο λίθο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aquamarine < λατ. aqua marina «θαλασσινό νερό»].
Dictionary of Greek. 2013.